- μεσήμερον
- μεσήμερονat middayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσήμερον — μεσήμερον, τὸ (Α) η μεσημβρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσήμερος (πρβλ. τριήμερος: τριήμερον)] … Dictionary of Greek